- γενικήν
- γενικόςbelonging tofem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποκέντρωση — Σύστημα διοίκησης κατά το οποίο, χωρίς την προηγούμενη έγκριση των κεντρικών κυβερνητικών αρχών, ασκείται η κρατική εξουσία από όργανα που εδρεύουν γενικά μόνιμα στην περιφέρεια. Η άσκηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων από περιφερειακά όργανα και… … Dictionary of Greek
χωνεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. χωνεύγω Ν, και ασυναίρ. τ. χοανεύω Α [χοάνη/χώνη] 1. τήκω μέταλλο σε χοάνη ή σε κάμινο 2. (σχετικά με τροφές) πέπτω, ολοκληρώνω τη λειτουργία πέψης νεοελλ. 1. χώνω, ενσωματώνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο 2. (αμτβ.) α) (για ξύλα… … Dictionary of Greek
Κουτσονίκας — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών από το Σούλι. 1. Αθανάσιος ή Νάσης (Σούλι 1794 – Αγρίνιο 1867). Ήταν γιος του Νικολάου (βλ. 4.). Στην Επανάσταση πολέμησε ως μπουλουξής. Από το 1822 πήρε μέρος, υπό τις διαταγές του Μπότσαρη, στις… … Dictionary of Greek
Λοβέρδος — Επώνυμο επιφανούς οικογένειας της Κεφαλονιάς. Αναφέρεται και με το επώνυμο Λογέρδος ή Λουέρδος. Η οικογένεια Λ. εμφανίστηκε στην Κεφαλονιά μετά το 1262 και αναφέρεται στη Χρυσή Βίβλο του νησιού, επειδή τα μέλη της είχαν τον τίτλο του κόμη.… … Dictionary of Greek